- ξαναδίνω
- και ξαναδίδωδίνω κάτι ξανά, προκαλώ, προξενώ κάτι πάλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναψυχώνω — ξαναδίνω σε κάποιον θάρρος: Τα λόγια που του είπε τον αναψύχωσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανανεώνω — (Μ ἀνανεώνω) και ἀνανεῶ ( όω) (Α ἀνανεῶ) (Ν και ανανιώνω, Α ἀνανεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι πάλι νέο, τού ξαναδίνω ισχύ, τό επαναλαμβάνω εκ νέου νεοελλ. 1. κάνω κάτι πάλι καινούργιο, τό παρουσιάζω με βελτιωμένη μορφή, φρεσκάρω 2. αντικαθιστώ κάτι… … Dictionary of Greek
ανασταίνω — και αναστένω (Μ ἀνασταίνω και ένω) [ανίστημι] 1. ξαναδίνω ζωή σε νεκρό, ξαναζωντανεύω 2. ανατρέφω, μεγαλώνω παιδί νεοελλ. 1. ευφραίνω, θέλγω («μυρωδιά που ανασταίνει») 2. γιορτάζω την Ανάσταση μσν. 1. σηκώνω ψηλά 2. χτίζω, οικοδομώ 3. ενισχύω,… … Dictionary of Greek
ανασχηματίζω — 1. σχηματίζω πάλι κάτι κατεστραμμένο, του ξαναδίνω την αρχική του μορφή, ανασυνιστώ 2. μετασχηματίζω, αναμορφώνω, διαμορφώνω κάτι διαφορετικά με πρόθεση να το βελτιώσω. [ΕΤΥΜΟΛ. ανα * + σχηματίζω. ΠΑΡ. ανασχηματισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
ενομματώ — ἐνομματῶ, όω (Α) [ομματώ] δίνω σε κάποιον μάτια, τού ξαναδίνω την όραση («πηλῴ τὸν τυφλὸν ἐνομματώσας», Ψ. Χρυσ) … Dictionary of Greek
επαναδίδω — (Α ἐπαναδίδωμι) 1. δίνω πάλι, δίνω εκ νέου, ξαναδίνω 2. επιστρέφω κάτι, τό δίνω πίσω, τό γυρίζω πίσω σ’ αυτόν που μού τό έδωσε αρχ. αυξάνω περισσότερο, παρουσιάζω επίδοση ή αύξηση … Dictionary of Greek
καθησυχάζω — (Α καθησυχάζω) ηρεμώ, γίνομαι γαλήνιος και ατάραχος, καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε μόλις άκουσε τα νέα» β. «ἐπεὶ δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῡ λέγειν», Πολ.) νεοελλ. κάνω κάποιον να ησυχάσει, καταπραΰνω, μαλακώνω, ξαναδίνω σε κάποιον… … Dictionary of Greek
ξαναχαρίζω — 1. χαρίζω πάλι κάτι 2. (με σύστ. αντικ.) ξαναδίνω την ευχή, τη συγκατάθεση μου («τη χάρην οπού σόχω... να σού ξαναχαρίσω», Ερωφ.) … Dictionary of Greek
ομματώ — ὀμματῶ, όω (ΑΜ) [όμμα] μσν. θεραπεύω τους οφθαλμούς, ξαναδίνω την όραση («τὸ ὕδωρ πολλοὺς ὠμμάτωσεν», Τζέτζ) αρχ. 1. τοποθετώ μάτια σε κάτι, όπως π.χ. σε αγάλματα («πρῶτος δὲ ὀμματώσας καὶ διαβεβηκότα τά σκέλη ποιήσας», Διόδ.) 2. δίνω έκφραση στα … Dictionary of Greek